πελαγοδρομία

πελαγοδρομία
η плавание в открытом море

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πελαγοδρομία" в других словарях:

  • πελαγοδρομία — η [πελαγοδρόμος] 1. η ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, απεραντολογία, σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρόμημα — το [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, να απεραντολογεί, να βρίσκεται σε σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρόμηση — η [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. απεραντολογία, σύγχυση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»